υποπροϊόν — το, Ν 1. παραπροϊόν 2. (οικον.) κάθε προϊόν που λαμβάνεται κατά τη διεργασία παραγωγής ενός άλλου προϊόντος … Dictionary of Greek
σκωρία — η, ΝΜΑ, και σκωρέα Α [σκῶρ] προϊόν που σχηματίζεται στην επιφάνεια τού σιδήρου κατά την οξείδωσή του με την επίδραση τού υγρού αέρα, η σκωρία σιδήρου, η σκουριά νεοελλ. 1. υποπροϊόν τής μεταλλουργικής κατεργασίας, δηλαδή τής διαδικασίας εξαγωγής… … Dictionary of Greek
αργό — Χημικό στοιχείο, που ανήκει στην ομάδα των ευγενών αερίων. Έχει σύμβολο Ar, ατομικό αριθμό 18 και ατομικό βάρος 39,944· λιώνει στους 189,4°C και βράζει στους 185,4°C κάτω από πίεση μίας ατμόσφαιρας. Ο Χένρι Κάβεντις, μελετώντας τον αέρα το 1785,… … Dictionary of Greek
ερζάτς — 1. υποπροϊόν 2. (ειδ.) αναπληρωματική τροφή, προϊόν διατροφής που αντικαθιστά άλλα προϊόντα που είναι σπάνια 3. χαρακτηρισμός κατώτερης ποιότητας εμπορεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Ersatz «αντικατάσταση, υποκατάστατο] … Dictionary of Greek
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
κασσίτερος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Sn· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 50, ατομική μάζα 118,70 και δέκα σταθερά ισότοπα. Δεν είναι πολύ διαδεδομένος στη φύση, βρίσκεται όμως σε… … Dictionary of Greek
καφές — Αρωματικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του πιο διαδεδομένου νευρικού διεγερτικού αφεψήματος. Προέρχεται από καβουρντισμένα και αλεσμένα σπέρματα του φυτού Cοffea arabica, τροπικού θάμνου της οικογένειας των ρουβιιδών… … Dictionary of Greek
μεθάνιο — Αλειφατικός υδρογονάνθρακας, με χημικό τύπο CH4, ο οποίος αποτελεί το πρώτο μέλος της σειράς των αλκανίων ή παραφινών. Είναι ευρέως διαδεδομένο στη φύση, καθώς αποτελεί το κύριο συστατικό του φυσικού αερίου, σε ποσοστό 75%, του αερίου των… … Dictionary of Greek
μετάλλευμα — Ορυκτό που συνήθως περιέχει διάφορα μέταλλα σε αρκετή ποσότητα, ώστε να παρουσιάζει βιομηχανικό ενδιαφέρον. Η χρήση των μ. από τη βιομηχανία προϋποθέτει την κατάλληλη κατεργασία (φυσική, χημική ή θερμική). Τα μέταλλα που συγκροτούν τα μ.… … Dictionary of Greek
παράγωγος — η, ο / παράγωγος, ον, ΝΜΑ [παράγω] γραμμ. (ιδίως για λέξεις) αυτός που σχηματίζεται από άλλον με την προσθήκη παραγωγικής κατάληξης νεοελλ. 1. αυτός που παράγεται από άλλον 2. το ουδ. ως ουσ. το παράγωγο i) χημ. ένωση η οποία προέρχεται από άλλη… … Dictionary of Greek